μυστικοσύμβουλος

μυστικοσύμβουλος
ο
1. μέλος τού μυστικοσυμθουλίου
2. έμπιστο πρόσωπο το οποίο συμβουλεύεται κάποιος για τις ιδιωτικές του υποθέσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυστικός + σύμβουλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1837 στην Εφετηρίδα τού Α. Ι. Κλάδου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μυστικοσύμβουλος — ο, η έμπιστο άτομο που το συμβουλεύεται κανείς σε κάθε περίπτωση: Οι μυστικοσύμβουλοι τον έπεισαν να εισβάλει στη γειτονική χώρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έρως — I Αρχαιοελληνική θεότητα. Γεννήθηκε από το Χάος και τη Γαία, όπως αναφέρει ο Ησίοδος στη Θεογονία του, ή κατ’ άλλους από τον Τάρταρο και τη Νύκτα. Τον θεωρούσαν τον ωραιότερο μεταξύ των αθάνατων θεών και τον φαντάζονταν ως παιδάκι (τον παρίσταναν …   Dictionary of Greek

  • απόρρητος — η, ο (AM ἀπόρρητος, ον) [ρητός] 1. αυτός που δεν πρέπει ή δεν μπορεί να λεχθεί, απόκρυφος, μυστικός 2. το ουδ. ως ουσ. το απόρρητο το μυστικό που δεν πρέπει να αποκαλυφθεί («επαγγελματικό, υπηρεσιακό απόρρητο») για κρατικούς λειτουργούς,… …   Dictionary of Greek

  • μυστικός — ή, ὁ (ΑΜ μυστικός, ή, όν) 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται κρυφά, ο μη φανερός, απόρρητος, απόκρυφος («μυστική ψηφοφορία») 2. αυτός που σχετίζεται με τα μυστήρια («μυστικὸς Ἴακχος» το μυστηριώδες άσμα τού Ιάκχου, Ηρόδ.) νεοελλ. 1. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • μύστης — ο (ΑΜ μύστης, θηλ. μύστις, ιδος) αυτός που διδάχθηκε την έννοια τών μυστηριακών συμβόλων και τελετουργιών, μυημένος, κατηχημένος, ιεροφάντης νεοελλ. άτομο που κατέχει πλήρως και είναι αφοσιωμένο σε μία επιστήμη ή τέχνη μσν. 1. έμπιστο πρόσωπο,… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Αμβροσιάδης, Ιωάννης — Αγωνιστής του 1821. Νέος πήγε στην Οδησσό, στον θείο του Ιωάννη Αμβροσίου, έμπορο από τα Καλάβρυτα, και κοντά του απέκτησε πολλές γνωριμίες. Τον Οκτώβριο του 1820, μαζί με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη αγωνίστηκε στη Μολδαβία για τη συγκρότηση του Ιερού …   Dictionary of Greek

  • Βιέτ, Φρανσουά — (François Viéte, 1540 – 1603). Γάλλος μαθηματικός και αστρονόμος. Σπούδασε νομικά και διετέλεσε μυστικοσύμβουλος των βασιλιάδων Ερρίκου Γ’ και Ερρίκου Δ’. Ο Β. θεωρείται ένας από τους κορυφαίους μαθηματικούς του αιώνα του. Διατύπωσε τους κανόνες… …   Dictionary of Greek

  • Κρόιτσερ, Φρίντριχ — (Friedrich Creuzer, 1771 – 1858). Γερμανός φιλόλογος και ελληνιστής. Διετέλεσε επί 40 χρόνια καθηγητής της φιλολογίας και της αρχαίας ιστορίας στο πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης. Ήταν μέλος της γαλλικής Ακαδημίας των Επιγραφών και μυστικοσύμβουλος …   Dictionary of Greek

  • Ρώμας — Επώνυμο οικογένειας ευγενών της Ιταλίας, κλάδος της οποίας εγκαταστάθηκε στην Κρήτη τον 16o αι. και έπειτα στη Ζάκυνθο. Σπουδαιότερα μέλη της οικογένειας ήταν οι ακόλουθοι. 1. Αλέξανδρος (1861 – 1914). Γιος του Σπυρίδωνα. Σπούδασε πολιτικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”